Γιάννης Πούπκος: Flexicurity και έκθεση «Πισσαρίδη»
04/12/2020Η ανησυχία αυξάνεται περαιτέρω, καθώς οι ευέλικτες μορφές εργασίας, η εργασιακή ανασφάλεια και η θεσμικά αρρύθμιστη τηλεργασία φαίνεται να διαμορφώνουν τη νέα εργασιακή κανονικότητα. Συνεπώς η συνταγή της «ευελισφάλειας» δεν είναι αυτό που χρειάζεται η χώρα.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο οικονομολόγος Χρ. Πισσαρίδης αναφερόμενος στη γνωστή πλέον σε όλους έκθεση που φέρει το όνομά του και στην αγορά εργασίας, ισχυρίστηκε ότι στη χώρα μας πρέπει να εφαρμοστεί «το σύστημα που εφαρμόζεται από μικρές ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ολλανδία και η Δανία, το οποίο λέγεται flexicurity», δηλαδή η ύπαρξη ελαστικής – ευέλικτης αγοράς εργασίας και ισχυρού κοινωνικού κράτους ταυτόχρονα.
Πριν από αρκετά χρόνια, ως Προεδρείο της Νεολαίας των Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ΣΕΣ) στο οποίο είχα την τιμή να συμμετέχω, είχαμε ασχοληθεί ενδελεχώς με το συγκεκριμένο σύστημα και κυρίως με την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων που προέκυπταν από την εφαρμογή του σε χώρες της Ε.Ε.
Το συμπέρασμα ήταν ότι το σύστημα αυτό λειτουργούσε, με αρκετά προβλήματα, όταν η οικονομία ήταν σε ανάπτυξη. Όταν όμως η οικονομία ήταν σε στασιμότητα ή ύφεση τότε το ένα του κομμάτι, η ασφάλεια (security) που εκείνη την περίοδο ήταν αναγκαίο όσο ποτέ, υποχωρούσε ή εξαφανιζόταν και έμενε μόνο το άλλο κομμάτι δηλαδή η ευελιξία (flexicurity).
Βέβαια κανένα σύστημα που αφορά στην οικονομία ή στην αγορά εργασίας δεν μπορεί να εφαρμοστεί «ως έχει» σε μια άλλη χώρα αν δεν λάβει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, δεδομένου μάλιστα ότι τα κράτη – μέλη της Ε.Ε. διαφέρουν σημαντικά στο κοινωνικοοικονομικό, πολιτιστικό και θεσμικό τους υπόβαθρο.
Η συνταγή «One size fits all» ούτε εφικτή είναι ούτε βέλτιστη, καθώς αγνοεί τα διαφορετικά σημεία εκκίνησης των χωρών και τις διαφορετικές καταστάσεις στην αγορά εργασίας, στον κοινωνικό διάλογο, στην φορολογία καθώς και στην οικονομία ευρύτερα.
Στη χώρα μας, το κοινωνικό κράτος είναι ήδη προβληματικό και το επίπεδο κοινωνικής ασφάλειας πολύ χαμηλό. Υφίστανται σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες στα συστήματα ασφάλισης, υγείας, πρόνοιας και κοινωνικής προστασίας. Ταυτόχρονα η αγορά εργασίας είναι χωρίς έλεγχο και πλήρως ελαστικοποιημένη, ο κοινωνικός διάλογος υποβαθμισμένος και το πρότυπο φορολογίας ασαφές και άδικο.
Οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν συνθήκες μεγάλης αβεβαιότητας, υψηλής και αυξανόμενης ανεργίας, χαμηλούς μισθούς, ανησυχητικά επίπεδα εργασιακής επισφάλειας και ελλειμμάτων θεσμικής προστασίας τους.
Όπως αναφέρεται στην «Ετήσια Έκθεση 2020 του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση», υπήρξε πρόσφατα, ένα σοκ απασχόλησης που προκάλεσε η πανδημία στην ελληνική οικονομία. Αυτό αποτυπώνεται στην εξέλιξη του δείκτη των συνολικών ωρών απασχόλησης σε βασικές θέσεις εργασίας στη χώρας μας. Τα πρώτα δύο τρίμηνα του έτους ο συγκεκριμένος δείκτης κατέγραψε ραγδαία πτώση της τάξης των 23,1 μονάδων. Από 85,1 το δ’ τρίμηνο του 2019 στο 62 το β’ τρίμηνο του 2020, μείωση η οποία είναι η έκτη μεγαλύτερη μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ-27.
Επίσης το α’ εξάμηνο του 2020 από τις 850.401 προσλήψεις στον ιδιωτικό τομέα, περίπου οι μισές (423.554 ή 49,8%) αφορούσαν επισφαλείς μορφές εργασίας.
Άρα η ανησυχία αυξάνεται περαιτέρω, καθώς οι ευέλικτες μορφές εργασίας, η εργασιακή ανασφάλεια και η θεσμικά αρρύθμιστη τηλεργασία φαίνεται να διαμορφώνουν τη νέα εργασιακή κανονικότητα.
Συνεπώς η συνταγή της «ευελισφάλειας» δεν είναι αυτό που χρειάζεται η χώρα.
Άλλωστε βρισκόμαστε σε μία πρωτόγνωρη κατάσταση όπου η ανάπτυξη της οικονομίας είναι αβέβαιο πότε θα επιτευχθεί.
Βέβαιο είναι όμως πως απαιτούνται νέοι κανόνες και νέες κατευθύνσεις για να οδηγηθούμε στην ανάταξη τόσο της οικονομίας όσο και της κοινωνίας και όχι προβληματικές συνταγές από το παρελθόν.
Χρειαζόμαστε νέες ιδέες και παρεμβάσεις οικονομικής πολιτικής για την οργάνωση και την προστασία της εργασίας, τις συνθήκες εργασίας, την ισορροπία επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, την εκπαίδευση, την κατάρτιση, τα συστήματα κοινωνικής προστασίας και την παραγωγική διάρθρωση, έτσι ώστε να διασφαλίσουμε ότι ο μετασχηματισμός της οικονομίας δεν θα γίνει αιτία για νέες μορφές οικονομικού και κοινωνικού αποκλεισμού.
Το νέο μοντέλο που χρειαζόμαστε ως χώρα πρέπει να είναι μοντέλο σταθεροποίησης και επαναρρύθμισης της αποδιαρθρωμένης αγοράς εργασίας προς την κατεύθυνση της ασφάλειας και ταυτόχρονης ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους.
Υπάρχει σαφής και άμεση ανάγκη ενίσχυσης του θεσμικού πλαισίου ρύθμισης της αγοράς εργασίας με στόχο την προστασία της εργασίας και του εισοδήματος των εργαζομένων ύστερα από ουσιαστικό κοινωνικό διάλογο, με ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και με συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στο σχεδιασμό και στην εφαρμογή των πολιτικών στην αγορά εργασίας.
Είναι αναγκαία η ενίσχυση της πλήρους απασχόλησης και των εισοδημάτων των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων. Στην κατεύθυνση αυτή ο θεσμικός επαναπροσδιορισμός του κατώτατου μισθού βάσει δεικτών εκτίμησης του επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης θα έχει σημαντικές θετικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Πρακτικά, θα συμβάλει καθοριστικά στη μετάβαση της χώρας σε ένα νέο υπόδειγμα βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης.
Είναι αναγκαία επίσης η εφαρμογή ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης για την ενίσχυση των εργαζομένων και των ανέργων καθώς και την αναβάθμιση των δεξιοτήτων τους.
Ταυτόχρονα είναι απαραίτητες στοχευμένες παρεμβάσεις για τη βελτίωση των προνοιακών δομών της χώρας, την αναβάθμιση των υποδομών και υπηρεσιών υγείας, κοινωνικής προστασίας και ασφάλισης, την περιβαλλοντική προστασία και την προαγωγή της ευημερίας των πολιτών.
Τέλος, είναι αναγκαία η ριζική αναμόρφωση της παιδείας σε όλες τις βαθμίδες, ώστε αντί της τυποποιημένης απομνημόνευσης να προάγει την πολυδύναμη δημιουργική σκέψη (out of the box). Τη μόνη που αξιοποιεί τις νέες ψηφιακές τεχνολογίες και ανταποκρίνεται στις νέες ανάγκες της αγοράς εργασίας.
Με την υλοποίηση αυτών των πολιτικών μπορεί να επιτευχθεί η επιστροφή των 500.000 νέων με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης που μετανάστευσαν στο εξωτερικό, αλλά και η παραμονή όσων δεν έφυγαν, η μετάβαση δηλαδή από το brain drain στο brain gain που αποτελεί ένα κρίσιμο στοίχημα για τη χώρα.
Η μάχη πρέπει να δοθεί με όρους μέλλοντος και όχι με «μπαγιάτικες» συνταγές.
Αν πραγματικά θέλουμε η χώρα μας και οι πολίτες της να έχουν μέλλον και προοπτική.
O Γιάννης Πούπκος είναι Οικονομολόγος, Γενικός Σύμβουλος ΓΣΕΕ
Πηγή: https://www.ieidiseis.gr/eidiseis/opinions/item/70386-giannis-poypkos-flexicurity-kai-ekthesi-pissaridi
Δεν υπάρχουν σχόλια
Συνδεθείτε για να σχολιάσετε